ἀθρήνη
From LSJ
ἀγαθῇ γὰρ μοίρᾳ ἄξεσθε ἡσυχίαν → for with good fortune you will live in peace
Spanish (DGE)
v. ἀθρηνᾶ.
-ης, ἡ
ict.
1 otro n. del pez conocido como ἀφύη, e.e. alevín de diversas especies, prob. tb. chanquete, Aphia minuta (Risso), op. a ἀνθρήνη: ἀ. δίχα τοῦ ν ἐστὶν εἶδος ἰχθύος, ὃ καὶ ἀφύη λέγεται Et.Gud.34.9.
2 var. de ἀνθρήνη (q.u.), ἀ.· εἶδος μελίσσης Sud., Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθρήνη: «εἶδος μελίσσης», Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.