ἀθροιστήριον

From LSJ

German (Pape)

[Seite 48] τό, Versammlungsort, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθροιστήριον: τό, τόπος συναθροίσεως ἐπὶ στρατοῦ, Εὐστ. (;)

Spanish (DGE)

-ου, τό
lugar de reunión ὁ ναὸς ... ὡς θεῖον καταγώγιον καὶ ἀ. Eust.682.6.