ἀκαταβίαστος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταβίαστος: -ον, ὁ μὴ καταβιασθείς, μὴ ὑποδουλωθείς, Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ον
no forzado, libre γνώμη Cyr.Al.M.76.937C, cf. M.68.160B.
German (Pape)
ungezwungen, Sp.
ἀκαταβίαστος: -ον, ὁ μὴ καταβιασθείς, μὴ ὑποδουλωθείς, Κύριλλ.
-ον
no forzado, libre γνώμη Cyr.Al.M.76.937C, cf. M.68.160B.
ungezwungen, Sp.