ἀκαυχησία
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαυχησία: ἡ, ταπεινοφροσύνη, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ falta de jactancia Ign.Pol.5.2.
German (Pape)
ἡ, Bescheidenheit, K.S.
ἀκαυχησία: ἡ, ταπεινοφροσύνη, Ἐκκλ.
-ας, ἡ falta de jactancia Ign.Pol.5.2.
ἡ, Bescheidenheit, K.S.