ἀκουστέος

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκουστέος: adj. verb. к ἀκούω.