ἀκροαματικός
English (LSJ)
ἀκροαματική, ἀκροαματικόν,
A designed for hearing only, αἱ ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι = the esoteric doctrines of philosophers, delivered orally, Plu.Alex. 7.
2 c. gen., capable of attending to, Asp. inEN27.14.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 capaz de escuchar παῖς Asp.in EN 27.14.
2 musical lat. Demetriae acroamaticae Graecae, Fiestas griegas musicales en honor de Demetrio, CIL 6.8693.
German (Pape)
[Seite 82] hörbar, διδασκαλίαι, die bloß mündlichen esoterischen Vorträge der Philosophen, Plut. Alex. 7 αἱ ἀπόῤῥητοι καἰ βαρύτεραι διδασκαλίαι, ἃς οἱ ἄνδρες ἰδίως ἀκροαματικὰς καὶ ἐποπτικὰς προσαγορεύοντες οὐκ ἐξέφερον εἰς πολλούς.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l'audition : ἀκροαματικὴ διδασκαλία PLUT enseignement donné verbalement à des auditeurs, enseignement ésotérique de certains philosophes.
Étymologie: ἀκρόαμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροᾱμᾰτικός: рассчитанный на слушание, т. е. устный (διδασκαλίαι, λόγοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροαματικός: -ή, -όν, προωρισμένος εἰς ἀκρόασιν μόνον, αἱ ἀκρ. διδασκαλίαι, αἱ ὑψηλότεραι καὶ βαθύτεραι διδασκαλίαι τῶν φιλοσόφων προφορικῶς μεταδιδόμεναι, Πλούτ. Ἀλέξ. 7· πρβλ. ἀκροατικός, ἐσωτερικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκροαματικός, -ή, -όν)
αυτός που είναι κατάλληλος ή προορίζεται ειδικά για ακρόαση, αυτός που επιτελείται με προφορική διδασκαλία
νεοελλ.
(Νομ.) ακροαματική διαδικασία
η ενώπιον ακροατηρίου διαδικασία
αρχ.
1. ο ικανός να ακούει, να παρακολουθεί
2. φρ. «ἀκροαματικαὶ διδασκαλίαι» — οι υψηλού περιεχομένου εσωτερικές διδασκαλίες τών φιλοσόφων που μεταδίδονταν προφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρόαμα.
ΠΑΡ. ακροαματικότητα].
Greek Monotonic
ἀκροᾱματικός: -ή, -όν (ἀκροάομαι), αυτός που είναι δημιουργημένος μόνο για ακρόαση, σε Πλούτ.