ἀκροκελαινιόων
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Russian (Dvoretsky)
ἀκροκελαινιόων: [эп. part. к κελαινόω сверху почерневший, потемневший (Σκάμανδρος Hom.).
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ἀκροκελαινιόων: [эп. part. к κελαινόω сверху почерневший, потемневший (Σκάμανδρος Hom.).