ἀμπελεργάτης

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελεργάτης: ὁ, ἀμπελουργός, Κωνστ. Μανασσ. Χρο. 6, 708.