ἀμπελοκομία

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, Weinbau, Poll. 1, 224.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοκομία: ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, Πολυδ. (;) Wakef.

Greek Monolingual

η (Μ ἀμπελοκομία) ἀμπελοκόμος
η αμπελουργία.