ἀνάρθρως

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
en sons inarticulés, confusément.
Étymologie: ἄναρθρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρθρως: нечленораздельно Plut.