ἀναβαστακτήρ

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβαστακτήρ: ῆρος, ὁ ἀναβαστάζων, ὑποβαστάζων, κρίκους λέγει τοὺς ἀναβαστακτῆρας Ὀλυμπιόδ. Διάκονος εἰς Ἰὼβ λςϳ. 5.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ sostén, soporte Olymp.M.93.397D.