invariable
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. βέβαιος, P. μόνιμος, ἀμετάπτωτος, V. ἔμπεδος.
Spanish > Greek
ἀμεταμέλητος, δύσκαμπτος, ἀπαράλλακτος, ἀμετάπτωτος, ἄφθιτος, ἀμετάθετος, ἀνέκβατος