ἀναχαλασμός

English (LSJ)

ὁ, relaxation, πνεύματος Placit.5.24.4, cf. Stoic.2.215.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
acción de soltar c. gen. πνεύματος Chrysipp.Stoic.2.215.

German (Pape)

[Seite 215] ὁ, das Nachlassen, Plut. plac. phil. 5, 24.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχᾰλασμός:расслабление, ослабление Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχᾰλασμός: ὁ, χαλάρωσις, οὐ κατ’ ἀναχαλασμὸν Πλούτ. 2. 909D.

Greek Monolingual

ἀναχαλασμός, ο (Α)
χαλάρωση.