ἀνδροειδής

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροειδής: -ές, ἀνδρὸς εἶδος ἔχων, ὅμοιος ἀνδρί, Κύριλλ. Ἀλ. τόμ. 5, σ. 559D.

Spanish (DGE)

-ές
en forma de hombre, ἄγαλμα Cyr.Al.M.75.953C
hombruna Κασσάνδρα ... ἀνδροειδὴς τὴν πλάσιν Io.Mal.Chron.M.97.196C.