ἀνθίνη

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

German (Pape)

[Seite 232] ἡ. = ἄνθη, Ath. II, 61 f.