ἀνθειλόμην

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

French (Bailly abrégé)

v. ἀνθαιρέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθειλόμην: aor. 2 к ἀνθαιρέομαι.