ἀντενέργεια
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
Greek (Liddell-Scott)
ἀντενέργεια: ἡ, μεταγ., ἀντίπραξις. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 400.