οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
ἀντιχαιρετίζω: ἀντασπάζομαι, «ἀντιχαιρετῶ», ἀντιχαιρετίζονται παρ’ αὐτοῦ Κ. Πορφυρ. ἔκθ. βασ. τάξ. σ. 442, ἔκδ. Β.