ἀξιοκαταφρόνητος

English (LSJ)

ἀξιοκαταφρόνητον, deserving contempt, Iamb.VP 31.206.

Spanish (DGE)

-ον
que merece desprecio subst. καταφρονοῦντες ... τῶν ἀ. Iambl.VP 206.

German (Pape)

[Seite 269] verachtenswert, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοκαταφρόνητος: -ον, ὁ ἄξιος καταφρονήσεως, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 206.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιοκαταφρόνητος, -ον)
εκείνος που του αξίζει να τον περιφρονούν.