ἀξιοφίλητος

English (LSJ)

[φῐ], ον, worth loving, X.Oec. 10.3, Stoic.3.180.

Spanish (DGE)

-ον
digno de ser amado ἀξιοφίλητον μᾶλλον ... χρημάτων κοινωνόν X.Oec.10.3, ἦθος IG 12(7).396.19 (Egíala II d.C.), cf. Chrysipp.Stoic.3.180, PSI 1248.5 (III d.C.).

German (Pape)

[Seite 271] liebenswürdig, Xen. Oec. 10, 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être aimé.
Étymologie: ἄξιος, φιλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοφίλητος: достойный любви Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοφίλητος: [ῐ], ον, ἄξιος ἀγάπης, Ξεν. Οἰκ. 10. 3, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 118.

Greek Monolingual

ἀξιοφίλητος, -ον (Α)
ο αξιαγάπητος.

Greek Monotonic

ἀξιοφίλητος: [ῐ], -ον (φιλέω), άξιος αγάπης, αξιέραστος, σε Ξεν.

Middle Liddell

φιλέω
worth loving, Xen.