αξιέραστος
From LSJ
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιέραστος, -ον)
αξιαγάπητος, θελκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αξιος + εραστός < ερώ «αγαπώ»].
Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
-η, -ο (Α ἀξιέραστος, -ον)
αξιαγάπητος, θελκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αξιος + εραστός < ερώ «αγαπώ»].