αξιέραστος

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιέραστος, -ον)
αξιαγάπητος, θελκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αξιος + εραστός < ερώ «αγαπώ»].