ἀπέφθιτο

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 Pass. épq. de ἀποφθίνω.

Greek Monotonic

ἀπέφθῐτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἀπο-φθίνω.