ἀπαράγραπτος
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράγραπτος: -ον, ἀναφαίρετος, ἀνεξαίρετος, ἀμετάβλητος, «ἐπιστολάς, αἵ ὅρος αὐτοῖς καὶ νόμος ἐστὶν ἀπαράγραπτος» Ρήτορες τ. 7, σ. 212, 23. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρέθας σ. 974.
Spanish (DGE)
-ον
irreprochable subst. τὸ ... τῆς θεοειδοῦς ἀρετῆς ἀπαράγραπτον Dion.Ar.EH M.3.473B.