ἀπεκτόνηκα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de ἀποκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεκτόνηκα: Arst. = ἀπέκτακα.