ἀπεριόδευτος

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριόδευτος: -ον, ὁ μὴ περιοδευόμενος, ἀδιόρθωτος, ἔθνος ἄνομον καὶ ἀπεριόδευτον ἐν πολλῇ ἀνομίᾳ καὶ ἀγνωσίᾳ χρηματίζον Γρηγέντιος σ. 87C.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha sido visitado fig. en estado salvaje ἔθνος ἄνομον καὶ ἀπεριόδευτον Greg.Disp.M.86.689C.