ἀπεστραμμένως
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
French (Bailly abrégé)
adv.
en sens inverse.
Étymologie: ἀποστρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεστραμμένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀποστρέφω, κατ’ ἀντίστροφον τρόπον, Πλούτ. 2. 905C.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεστραμμένως: в обратную сторону Plut.