ἀπευδοκέω
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Greek (Liddell-Scott)
ἀπευδοκέω: ἔρχομαι εἰς ἀπελπισμόν, ἀπογινώσκω, ἀπελπίζω, τοῦτο καὶ ἡμᾶς μάλιστα ἀπευδοκεῖν τῆς σωτηρίας ποιεῖ Ἀθανάσ. τ. 1. σ. 1133C.
Spanish (DGE)
1 satisfacer, dar satisfacción a alguien por una cosa c. ac. y gen. με τῆς τιμῆς UPZ 177.3, cf. 33 (II a.C.).
2 desesperar del alma ἀπευδοκεῖ ... ἑαυτήν Mac.Aeg.M.34.804D, τῆς σωτηρίας Ath.Al.M.27.336A
•abs., Hippol.Haer.6.20.