ἀπογυναικόομαι

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Spanish (DGE)

afeminarse Agatharch.101, Cyran.1.10.52.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογῠναικόομαι: παθητικ., γίνομαι γυναικώδης, Φωτ. Βιβλ. 459. 11.