ἀπολοίατο

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao.2 opt. ion. de ἀπόλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολοίατο: эп.-ион. 3 л. pl. opt. к ἀπόλλυμι.