ἀπονεμετικός
German (Pape)
[Seite 316] = ἀπονεμητικός, τὸ κατ' ἀξίαν ἑκάστῳ M. Anton. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονεμετικός: ή ,όν, διατεθειμένος νὰ διανέμῃ τὸ ἀπονεμ. [[[ἦθος]]], ἡ διάθεσις, ἡ τάσις τοῦ ἀποδίδειν ἑκάστῳ τὸ ὀφειλόμενον, Μ. Ἀντων. 1. 16: ― Ἐπιρρ. -κῶς Διογ. Λ. 7. 126: ― ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ὑπάρχει καὶ ἑτέρα γραφὴ ἀπονεμητ-.