ἀπονεμητικός
From LSJ
English (LSJ)
ἀπονεμητική, ἀπονεμητικόν, disposed to distribute: τὸ ἀπονεμητικόν [ἦθος] disposition to give every one his due, M.Ant.1.16; ἑκάστῳ τῶν πρὸς ἀξίαν Gal.19.384; distributive, Asp. in EN158.22. Adv. ἀπονεμητικῶς = distributively D.L.7.126. (ἀπονεμετικῶς is a f.l.)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que distribuye lo que corresponde, distributivo τὸ ἀ. (ἦθος) κατ' ἀξίαν ἑκάστῳ M.Ant.1.16.1, ἡ δὲ δικαιοσύνη ... ἀ. ... ἑκάστῳ τῶν πρὸς ἀξίαν Gal.19.384, δικαιοσύνη ἰσότης τίς ἐστιν ἀπονεμητική Asp.in EN 158.22.
2 adv. ἀπονεμητικῶς = distributivamente Chrysipp.Stoic.3.72.
German (Pape)
[Seite 316] gern verteilend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονεμητικός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. ἀπονεμετικός.