ἀπροσοίστως

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
sans qu'on puisse s'approcher de : ἀπροσοίστως ἔχειν être insociable.
Étymologie: ἀπρόσοιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροσοίστως: неприступно: ἀ. καὶ χαλεπῶς ἔχειν Isocr. держаться неприступно и сурово.

Spanish

inabordablemente, insociablemente