ἀπροσφώνητος
κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
English (LSJ)
ἀπροσφώνητον,
A not accosted, whom one does not talk to, unapproached Cic.Att. 8.8.1.
2 unnoticed, unremarked, Plu.2.575b, Sch.A.R.1.645.
Spanish (DGE)
-ον
a quien no es dirigida la palabra, omnis nos ἀπροσφωνήτους ... relinquebat Cic.Att.158.1, παρῆλθον αὐτὸν ἀπροσφώνητον Eust.Op.324.21, cf. Sch.A.R.1.643c
•de cosas no comentado o aludido οὐδὲν ἀθέατον οὐδὲ ἀπροσφώνητον ἐκφεύγει τῶν καλῶς ἢ τοὐναντίον γεγονότων Plu.2.575b.
German (Pape)
[Seite 340] 1) nicht angeredet, nicht begrüßt, Cic. Att. 8, 8. – 2) unerbittlich, Plut.; Schol. Ap. Rh. 1, 645. Vgl. ἀπροσήγορος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non signalé.
Étymologie: ἀ, προσφωνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροσφώνητος:
1 которому не говорят ни слова (nos ἀπροσφωνήτους relinquebat Cic.);
2 не указанный, незамеченный (ἀθέατος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσφώνητος: -ον, ἀπροσαύδητος, «ἀχαιρέτητος», Κικ. π. Ἀττ. 8. 8, 1. 2) ἀπαρατήρητος, Πλούτ. 2. 575Β.
Greek Monolingual
ἀπροσφώνητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει
2. απαρατήρητος.