ἀπροσαύδητος
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ἀπροσαύδητον, not accosted, Plu.2.29b,921f; unapproachable, Aristocl. ap. Eus.PE11.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. a quien no se dirige la palabra τὸν μὲν γὰρ Σθένελον ἀπροσαύδητον παρῆλθε dejó a un lado a Esténelo sin dirigirle la palabra Plu.2.29b
•de abstr. no aludido τὴν Στωικὴν δόξαν ἀπροσαύδητον ὑπερβαίνοντες Plu.2.921f.
2 que no admite la conversación ἄλλοι δ' αὖ ἀπρόσιτοι καὶ ἀπροσαύδητοι διετέλουν ὄντες Aristocl.1.
German (Pape)
[Seite 339] nicht angeredet, nicht gegrüßt, Plut. fac. orb. lun. 5, wo früher ἀπροσάντητος stand.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à qui l'on n'adresse pas la parole.
Étymologie: ἀ, προσαυδάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροσαύδητος: к которому не обращаются с речью: οὐδένα προσελθεῖν ἀπροσαύδητον Plut. заговаривать со всяким встречным.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσαύδητος: -ον, μὴ προσαγορευθείς, ἀπαρατήρητος, τὸν Σθένελον ἀπροσαύδητον παρῆλθε, χωρὶς νὰ προσαγορεύσῃ αὐτόν, Πλούτ. 2. 29Β· τὴν Στωϊκὴν δόξαν ἀπροσαύδητον ὑπερβαίνοντες, ἀπαρατήρητον, αὐτόθι 921F.
Greek Monolingual
ἀπροσαύδητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει προσαγορευθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει
2. απρόσιτος, απροσπέλαστος.