ἀπότολμος

English (LSJ)

ἀπότολμον, bold, daring, Heph.Astr.3.34, Sch.Opp.H.1.112.

Spanish (DGE)

-ον
1 audaz ὑβριστὴς καὶ ἀ. Heph.Astr.Epit.4.116.3, de cierto pez, Sch.Opp.H.1.112, Ἆρες, αἱματώδη καὶ ἀπότολμε Cat.Cod.Astr.8(2).174.
2 pusilánime ἀποτολμότατον πάθος Cyr.Al.M.68.357A.

German (Pape)

[Seite 331] (τόλμα), = ἄτολμος, Philostr.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπότολμος, -ον)
1. τολμηρός, θαρραλέος
2. ριψοκίνδυνος
3. ικανός
μσν.- νεοελλ.
επίρρ. απότολμα
1. με θάρρος
2. με θράσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτολμώ (-άω), με υποχωρητικό μετασχηματισμό].