ἀπότολμος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
1 audaz ὑβριστὴς καὶ ἀ. Heph.Astr.Epit.4.116.3, de cierto pez, Sch.Opp.H.1.112, Ἆρες, αἱματώδη καὶ ἀπότολμε Cat.Cod.Astr.8(2).174.
2 pusilánime ἀποτολμότατον πάθος Cyr.Al.M.68.357A.
German (Pape)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπότολμος, -ον)
1. τολμηρός, θαρραλέος
2. ριψοκίνδυνος
3. ικανός
μσν.- νεοελλ.
επίρρ. απότολμα
1. με θάρρος
2. με θράσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποτολμώ (-άω), με υποχωρητικό μετασχηματισμό].