ἀραρώς

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Russian (Dvoretsky)

ἀρᾱρώς: ἀραρυῖα, ἀραρός part. pf. к ἀραρίσκω.

French (Bailly abrégé)

part. pf. de ἀραρίσκω.