Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἀρᾱρώς: ἀραρυῖα, ἀραρός part. pf. к ἀραρίσκω.
part. pf. de ἀραρίσκω.