ἀρρανής

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Spanish (DGE)

-ές
quizá f.l. por ἀρραγής irrompible, inquebrantable πέτραν ... τὴν ἀρρανῆ ... τοῦ Σωτῆρος δύναμιν ὀνομάζει Cyr.Al.M.70.701B.