ἀρρανής
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Spanish (DGE)
-ές
quizá f.l. por ἀρραγής irrompible, inquebrantable πέτραν ... τὴν ἀρρανῆ ... τοῦ Σωτῆρος δύναμιν ὀνομάζει Cyr.Al.M.70.701B.
-ές
quizá f.l. por ἀρραγής irrompible, inquebrantable πέτραν ... τὴν ἀρρανῆ ... τοῦ Σωτῆρος δύναμιν ὀνομάζει Cyr.Al.M.70.701B.