ἀρσενοκοιτία

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀρρεν- Mac.Aeg.Hom.4.22
sodomía, homosexualidad πᾶν εἶδος ἀκαθαρσίας, οἷον πορνεία, μοιχεία, ἀσέλγεια, καὶ ἀρσενοκοιτία Nil.M.79.341A, περὶ ἀρσενοκοιτίας Io.Iei.Poenit.M.88.1893C, cf. Mac.Aeg.l.c.