ἀρχῳδός

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχῳδός: ὁ, ὁ ἀρχόμενος τῆς ᾠδῆς, ὁ χοροστάτης, ἀρχῳδὸς καὶ ἐπιστάτης μελῳδιῶν τε καὶ μελῳδῶν Κωδιν. 2. 2, 4 σ. 176.

Greek Monotonic

ἀρχῳδός: ὁ, πρώτος στην ωδή, πρωτοψάλτης, σε Βυζ.

Middle Liddell

a precentor, Byz.