ἀστεροπά

From LSJ

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

English (Slater)

ἀστεροπά lightning flash οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν (N. 9.19)

Russian (Dvoretsky)

ἀστεροπά: ἡ дор. = ἀοτεροπή.