ἀφεῖκα

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de ἀφίημι.

Greek Monotonic

ἀφεῖκα: παρακ. του ἀφίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφεῖκα: pf. к ἀφίημι.