ἀχαριότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, awkwardness, stupidity, with a play on the name Χαριμόρτης, dub. in Plb.18.55.2.
German (Pape)
[Seite 417] ητος, ἡ, Ungeschicklichkeit, Dummheit, Pol. 18, 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχᾰριότης: -ητος, ἡ, ἔλλειψις χάριτος, εὐήθεια, μωρία, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος Χαριμόρτης, Πολύβ. 18. 38, 2 (Λοβ. ἀγριότητα).
Russian (Dvoretsky)
ἀχᾰριότης: ητος ἡ непривлекательность, нескладность, несуразность Polyb.