ἀχειρί

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειρί: ἐπίρρ., ἄνευ χειρῶν, ταῖς πύλαις ἀχειρί καὶ αὐτοματί αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Ἐπιφάν. τ. 2. σ. 271D).

Spanish (DGE)

adv. sin ayuda de manos, por sí mismo αὐταῖς ταῖς πύλαις ἀ. καὶ αὐτοματὶ αἴρεσθαι ἐπιτρέπομεν Epiph.Const.Hom.M.43.457C.