ἀχλεύαστος

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἀχλεύαστος: -ον, ὁ μὴ χλευασθεὶς ἢ μὴ χλευαζόμενος, Ἀθανάσ.

Spanish (DGE)

-ον no risible γελᾶν τὰ ἀχλεύαστα Ath.Al.Inc.41.1.