ἁλόμενος

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao.2 de ἅλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἁλόμενος: part. aor. к ἅλλομαι.