ἁμαξοειδής

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξοειδής: -ές, (εἶδος) ἁμάξῃ ὅμοιος· - ἐπίρρ. -ειδῶς Εὐστάθ. 1156. 15.