ἁρματόεις

English (LSJ)

ἁρματόεσσα, ἁρματόεν, = ἁρμάτειος, δίφρος Critias 2.11 D.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰτόεις) -εσσα, -εν
ensamblado al modo de un carro Θήβη δ' ἁρματόεντα δίφρον συνεπήξατο πρώτη Tebas construyó la primera una caja (de carro) ensamblada Critias Eleg.1.10.

German (Pape)

[Seite 355] = ἁρμάτειος, δίφρος Critias bei Ath. I, 28 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματόεις: εσσα, εν, = ἁρμάτειος, Κριτίας παρ’ Ἀθην. 28C.

Greek Monolingual

ἁρματόεις, -εσσα, -εν (Α) άρμα
αρμάτειος.