αρμάτειος

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek Monolingual

ἁρμάτειος, -ον (Α) άρμα
αυτός που ανήκει στο άρμα.