ἁρπαστόν
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπαστόν: τὸ, εἶδος μικροῦ σφαιρίου ἐν χρήσει ἐν τῇ ἐν σφαίρᾳ πεδιᾷ, Λατ. harpastum, Ἀθήν. 15Α, Ἀρτεμίδ. 1. 57· ὁ ὑποκορ. τύπος, ἁρπάστιον, ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 5, 19· ἴδε Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. σ. 282.
Spanish (DGE)
-οῦ, τό
1 un juego de pelota τὸ δὲ καλούμενον διὰ τῆς σφαίρας ἁρπαστόν Ath.14f, Eust.1601.52, cf. Artem.1.55
•tb. la pelota con que se juega οὐδεὶς αὐτῶν διαφέρεται περὶ τοῦ ἁρπαστοῦ ὡς περὶ ἀγαθοῦ ἢ κακοῦ, περὶ δε τοῦ βάλλειν καὶ δέχεσθαι Arr.Epict.2.5.15, cf. Artem.l.c., Mart.4.19.6, 7.67.4.
2 un tipo de colirio, CIL 13.10021.153.