Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
ἄλευ: ἴδε ἐν λ. ἀλεύομαι.
ἄλευ: ποιητ. αντί ἄλευε, προστ. του ἀλεύω.